Αρχική » περί νομισματικής πολιτικής
Απόψεις

περί νομισματικής πολιτικής

Η ΤτΕ πραγματοποίησε διαδικτυακή εκδήλωση δημόσιου διαλόγου: «H Τράπεζα της Ελλάδος σας ακούει» για να συγκεντρώσει τις εγχώριες απόψεις ενόψει της αναθεώρησης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

του Κωνσταντίνου Σταθόπουλου

Στις αρχές του 2020, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ξεκίνησε την επανεξέταση της στρατηγικής της για τη νομισματική πολιτική. Σκοπός της επανεξέτασης είναι να διασφαλιστεί ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ εξακολουθεί να είναι κατάλληλη υπό το φως των παγκόσμιων τάσεων και εξελίξεων, οι οποίες σημειώθηκαν στη διάρκεια των 17 ετών που μεσολάβησαν από τον αρχικό καθορισμό αυτής της στρατηγικής. Οι Ευρωπαίοι πολίτες κλήθηκαν επομένως να μοιραστούν με την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ζώνης του ευρώ τις απόψεις τους για τη σταθερότητα των τιμών, τα οικονομικά θέματα, τις παγκόσμιες προκλήσεις και την επικοινωνία με το κοινό. Για να συμπεριλάβει όσο το δυνατόν περισσότερες απόψεις, η επανεξέταση ξεκίνησε με μια διαδικασία συγκέντρωσης απόψεων και προβληματισμού.

Στο παραπάνω πλαίσιο, η ΤτΕ πραγματοποίησε διαδικτυακή εκδήλωση δημόσιου διαλόγου: «H Τράπεζα της Ελλάδος σας ακούει», όπου συμμετείχαν 17 εκπρόσωποι παραγωγικών και κοινωνικών φορέων, ανάμεσά τους και από την ιδιωτική ασφάλιση.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας χαιρέτισε την εκδήλωση, κρατούσε σημειώσεις και σχολίαζε σχεδόν όλα τα λεγόμενα. Απευθυνόμενος στους κοινωνικούς εταίρους, σημείωσε ότι «έχει ουσιαστική σημασία για εμάς να αφουγκραστούμε και να κατανοήσουμε τις τοποθετήσεις, τις ιδέες και τους προβληματισμούς σας, ώστε να εξασφαλίσουμε ότι εκπληρώνουμε την εντολή μας, ανταποκρινόμενοι στις προσδοκίες σας», καθώς «οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής, που λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στο πλαίσιο του πρωταρχικού στόχου της σταθερότητας των τιμών, επηρεάζουν τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες στο οικονομικό περιβάλλον που δραστηριοποιούμαστε, αλλά και την αγοραστική δύναμη του ευρώ, που χρησιμοποιούμε καθημερινά ως καθολικά αποδεκτό και αξιόπιστο μέσο πληρωμής».

Ακούγοντας τους συμμετέχοντες, ο κ. διοικητής φάνηκε να εκπλήσσεται ευχάριστα από την ποιότητα των τοποθετήσεων και εξήρε τη σημασία τους, υπενθυμίζοντας ότι θα συνεκτιμηθούν με όλες τις υπόλοιπες απόψεις των χωρών της ευρωζώνης. Τόνισε την αξία που έχει η σταθερότητα των τιμών, που είναι ο βασικός σκοπός της ΕΚΤ και χάρηκε που οι συμμετέχοντες το έχουν αντιληφθεί.

Οι τοποθετήσεις του Αλ. Σαρρηγεωργίου

Ο εκπρόσωπος του κλάδου της ιδιωτικής ασφάλισης, κ. Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, τοποθετήθηκε δύο φορές σχετικά με τα ζητούμενα. Στην πρώτη τοποθέτηση είπε ότι οι ασφαλιστικές εργασίες είναι μακροχρόνιες από τη φύση τους, με τους ισολογισμούς των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να είναι πολύ ευαίσθητοι σε μεταβολές των τιμών και των επιτοκίων. Επίσης, διαπίστωσε ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, κυρίως αυτές που δραστηριοποιούνται στις ασφαλίσεις Ζωής, αντιμετωπίζουν το πρόβλημα των πολύ χαμηλών επιτοκίων. Παρά το φως της ανάκαμψης που βλέπει, ανησυχεί για τον πληθωρισμό που θα τη συνοδεύσει, όπως και για το volatility (μεταβλητότητα). Ο κ. Στουρνάρας εξέφρασε την άποψη ότι ακόμη δεν έχουν παρουσιαστεί φαινόμενα μεταβλητότητας, ενώ επεσήμανε ότι αυτή τη στιγμή επικρατεί αποπληθωρισμός, που δεν είναι καλό.

Στη δεύτερη τοποθέτησή του, ο κ. Σαρρηγεωργίου επεκτάθηκε σε ζητήματα πέραν της νομισματικής πολιτικής, αλλά εντός των αρμοδιοτήτων της ΤτΕ, κάτι το οποίο είχε προβλεφθεί στο πλαίσιο της ημερίδας. Έκανε έκκληση, ώστε περισσότεροι να ασφαλίζονται τόσο για συνταξιοδοτικά ζητήματα, όσο και για φυσικές καταστροφές, ζητώντας από την ΤτΕ να υποστηρίξει το αίτημα, εκπαιδεύοντας την κυβέρνηση και τους πολίτες. Τέλος, ζήτησε να δοθούν κεφαλαιακά κίνητρα, ώστε οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις να επενδύουν «πράσινα». Ο κ. Στουρνάρας σχολίασε ότι υπάρχει διχογνωμία αν η νομισματική πολιτική πρέπει να είναι ουδέτερη ως προς τους τύπους των επενδύσεων, αλλά εξετάζεται αν μπορεί να υλοποιηθεί το αίτημα μέσα από κίνητρα του εποπτικού πλαισίου της ιδιωτικής ασφάλισης. Κι ενώ συμφώνησε ότι οι Έλληνες πρέπει να ασφαλιστούν, έριξε το βάρος στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να παράσχουν ελκυστικά προϊόντα στην αγορά. 

Τι θα μπορούσε να είχε αιτηθεί η ιδιωτική ασφάλιση

Η παραπάνω ενέργεια εκπροσώπησης αποσκοπούσε στην προστασία και συντήρηση των κεκτημένων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Επί της ουσίας αναλώθηκε στο αίτημα «να μην αλλάξει κάτι», χωρίς να διεκδικήσει ευρύτερο ρόλο μέσα από αυξημένη ασφαλιστική δραστηριότητα στην ελεύθερη αγορά.

Χωρίς να απαξιώνεται το αίτημα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κύριος ρόλος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι να αναλαμβάνουν κινδύνους έναντι ασφαλίστρων. Οι παράγοντες της ζήτησης για ασφαλιστικές εργασίες, δηλαδή αυτοί που αυξάνουν την παραγωγή ασφαλίστρων, έχουν μελετηθεί κατ’ επανάληψη σε χώρες του εξωτερικού, ενώ αντίστοιχη έρευνα είναι σε εξέλιξη για την οικονομία της Ελλάδος. Περιοριζόμενοι σε αυτούς που έχουν σχέση με το αντικείμενο της ημερίδας, αυτοί είναι:

  • Κύριος παράγοντας ζήτησης είναι το εισόδημα, οπότε η ιδιωτική ασφάλιση θα έπρεπε να ενώσει τη φωνή της με αυτή άλλων παραγωγικών φορέων, ανάμεσά τους και με αυτή των τραπεζών, για να αποκατασταθεί η ρευστότητα στην αγορά, π.χ. μέσα από τη λύση στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με προώθηση των εγχώριων επενδύσεων κ.ά.
  • Επίσης, πολύ σημαντικός παράγοντας ζήτησης είναι οι πεποιθήσεις των καταναλωτών για την πορεία του πληθωρισμού (έρευνα από ΙΟΒΕ/ EC / Eurostat). Οπότε, η ιδιωτική ασφάλιση ορθώς έπραξε, εκφράζοντας την ανησυχία για την εξέλιξη του πληθωρισμού στο μέλλον. Μέσω της νομισματικής πολιτικής πρέπει να εμπεδωθεί ότι η σταθερότητα του γενικού επιπέδου των τιμών θα συνεχίσει να είναι η μόνιμη πραγματικότητα στην οικονομία.
  • Παρομοίως, οι πεποιθήσεις των καταναλωτών για την αποταμίευση (έρευνα από ΙΟΒΕ/ EC / Eurostat) επηρεάζουν τη ζήτηση για ασφαλίσεις Ζωής. Οπότε, έπρεπε να διατυπωθεί το αίτημα να ενθαρρυνθεί η ροπή προς αποταμίευση.
  • Η εμπιστοσύνη που εκπέμπουν οι τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις μέσα από το μέγεθός τους (λόγος Ενεργητικού συνόλου ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς ΑΕΠ) και, προφανώς, μέσα από την ορθή λειτουργία τους, επηρεάζει τη ροπή προς την αποταμίευση του κοινού. Έπρεπε να διατυπωθεί το αίτημα ώστε και η ΤτΕ να ενημερώσει το κοινό με εκλαϊκευμένο τρόπο για τις προβλέψεις του εποπτικού πλαισίου και τις δικλείδες ασφαλείας που προσφέρει. Αλλά δεν έπρεπε να εκφραστεί με τη μορφή της πίεσης από την ΤτΕ προς την κυβέρνηση («…να εκπαιδεύσει την κυβέρνηση…»), καθώς αυτό μάλλον γέννησε αθέλητους συνειρμούς στην κατεύθυνση της νομοθέτησης για υποχρεωτική ασφάλιση, όπως και το ανάλογο σχόλιο του κ. Στουρνάρα «…εσείς να προσφέρετε καλύτερους όρους…», που υπέκρυψε εκνευρισμό.
  • Τέλος, έχει διαπιστωθεί η θετική συσχέτιση του μεριδίου του πληθυσμού που έχει ολοκληρώσει κύκλο σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη ζήτηση για ιδιωτική ασφάλιση, που υπονοεί ότι το ενημερωμένο κοινό συνήθως εξετάζει τις σχετικές επιλογές. Επομένως, το αίτημα να υπάρξει περισσότερη εκπαίδευση του κοινού είναι στην ορθή κατεύθυνση, αλλά έπρεπε να διατυπωθεί με πιο εύληπτο τρόπο, καθώς διέφυγε της προσοχής του κ. Στουρνάρα.

Η ευρωπαϊκή διάσταση της διαβούλευσης

Μέσω της διαδικτυακής πύλης «Η ΕΚΤ σας ακούει», στο πλαίσιο της επανεξέτασης της στρατηγικής της, προτρέπει το ευρύ κοινό να εκφράσει τις απόψεις του για μια σειρά θεμάτων. Ως τώρα, χιλιάδες συμμετέχοντες έχουν τοποθετηθεί και τα κυριότερα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί παρατίθενται.

Πολλοί συμμετέχοντες συσχετίζουν τη μεταβολή του γενικού επιπέδου των τιμών με έναν αρνητικό αντίκτυπο στην καθημερινή τους ζωή, που συνήθως παρουσιάζεται ως μείωση της αγοραστικής δύναμης και της αξίας των αποταμιεύσεων. Η διαδικασία συγκέντρωσης απόψεων κατέδειξε τη σημαντική επίδραση που ασκεί το κόστος στέγασης στις εκτιμήσεις των ανθρώπων για το επίπεδο του πληθωρισμού. Πολλοί εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία για να παροτρύνουν την ΕΚΤ να διευρύνει το πεδίο του κόστους στέγασης, το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατά τη μέτρηση του πληθωρισμού. Ωστόσο, ορισμένοι εξέφρασαν επιφυλάξεις για τη συμπερίληψη περιουσιακών στοιχείων, όπως τα ακίνητα, στο καλάθι των αγαθών και των υπηρεσιών.

Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένοι αμφισβήτησαν τον στόχο της ΕΚΤ για διατήρηση του πληθωρισμού «κάτω, αλλά πλησίον του 2%» μεσοπρόθεσμα. Αυτοί διερωτήθηκαν αν ο στόχος της ΕΚΤ δε θα έπρεπε να ήταν πλησιέστερος στο 0%, προκειμένου το ευρώ να διατηρήσει την αγοραστική του δύναμη στο μέλλον ή επειδή θεώρησαν ότι η παρατεταμένη αδυναμία επίτευξης του στόχου αποτελεί απόδειξη ότι τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που έχουν ληφθεί είναι ανεπαρκή. Ορισμένοι επίσης επέκριναν την παρατεταμένη περίοδο χαμηλών επιτοκίων, η οποία κατά τη γνώμη τους ευθυνόταν για τις υπερβολικές κρατικές δαπάνες και τα μη βιώσιμα επίπεδα χρέους. Ωστόσο, υπήρξαν και απόψεις που υποστηρίζουν τον ορισμό της ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών και τα συναφή μέτρα νομισματικής πολιτικής.

Λίγο πάνω από το 15% των συμμετεχόντων επικεντρώθηκε στη μείωση των αποταμιεύσεων και συχνά ανέφερε τις επιβλαβείς επιπτώσεις των χαμηλών επιτοκίων. Οι άνδρες, οι συμμετέχοντες από τα βόρεια κράτη μέλη της ΕΕ και μέλη του χρηματοοικονομικού κλάδου φάνηκε να ανησυχούν ιδιαίτερα για αυτό το θέμα. «Οι πελάτες μας είναι όλο και λιγότερο πρόθυμοι να αποταμιεύσουν για τη σύνταξη», γράφει ένας συμμετέχων που εργάζεται στον ασφαλιστικό τομέα. «Αυτό, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια, είναι μια διπλή επίθεση κατά του επιχειρηματικού μας μοντέλου».

Αντίκτυπος των χαμηλών επιτοκίων στην Ευρώπη

Οι συμμετέχοντες περιέγραψαν πώς οι χαμηλές αποδόσεις τούς ανάγκασαν να αναλάβουν μεγαλύτερο κίνδυνο και να επενδύσουν, για παράδειγμα, στο χρηματιστήριο: «[Τα χαμηλά επιτόκια] με αναγκάζουν να επενδύω με πιο επικίνδυνο τρόπο από ό,τι θα έπρεπε σε αυτό το στάδιο της ζωής μου». Η πρακτική αυτή, όπως εξήγησαν, δημιούργησε στρεβλώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις αγορές ακινήτων, καθιστώντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα λιγότερο υγιές. Ο φόβος ότι δημιουργούνται φούσκες που θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε οικονομική κρίση αναφέρθηκε από πολλούς. Μια άλλη παρενέργεια που αναφέρθηκε ήταν η μεταμόρφωση της οικονομίας σε οικονομία «ζόμπι», η οποία θα μπορούσε τελικά να διώξει τις υγιείς επιχειρήσεις από την αγορά: «Η νομισματική πολιτική δημιούργησε μια φούσκα ακινήτων και κράτησε ζωντανές τις επιχειρήσεις «ζόμπι» και τις τράπεζες».

Οι συμμετέχοντες τόνισαν επίσης ότι τα χαμηλά επιτόκια τροφοδοτούν την ανισότητα μέσω των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, «γεμίζοντας τις τσέπες εκείνων που ήδη διαθέτουν χρηματοοικονομικό πλούτο» ή μέσω της ανόδου των τιμών των κατοικιών. Ορισμένοι συμμετέχοντες εξέφρασαν επίσης μεγάλη ανησυχία για το υπερβολικό γενικό χρέος, δηλώνοντας ότι «υπάρχει σημαντική αύξηση του δανεισμού από ανθρώπους, οι οποίοι απλώς δεν μπορούν να το αντέξουν οικονομικά» και «η αποταμίευση δεν ενθαρρύνεται, κάτι που αντιβαίνει στην αρχή της σύνεσης».