Αρχική » άραγε, πόση ντροπή μπορούμε να αντέξουμε…
ΔΕΝ ΠΑΘΑΜΕ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ

άραγε, πόση ντροπή μπορούμε να αντέξουμε…

Και τα γράφω αυτά σήμερα, ούτε μια εβδομάδα μετά την πανηγυρική και διεθνή διάσταση του εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση της 25ης Μαρτίου του 1821. Μιλούσα με μια φίλη καλή και με ρώτησε αν είδα την Ακρόπολη. Τι εννοείς, απάντησα, τι να δω στην Ακρόπολη; Αν είδες που την τσιμέντωσαν, ήταν η απάντηση. Googlara άμεσα. Και βρήκα τις φωτό που έχει ανεβάσει το Αθηνολόγιο στη σελίδα του στο Facebook. Την βλέπετε κι εσείς τώρα. Και ελπίζω να σας έχει διαπεράσει η ίδια φρίκη και να νιώθετε τον ίδιο θυμό με αυτόν που από εχθές το βράδυ μου περονιάζει την ψυχή. Τσιμέντωσαν την Ακρόπολη. Έφτιαξαν περιμετρικά από τους ναούς τσιμεντένιους διαδρόμους, χύμα, ακαλαίσθητο γκρο μπετό, ταφόπλακα στον παγκόσμιο πολιτισμό της καλαισθησίας, της ελεύθερης σκέψης, των γραμμάτων και των τεχνών, που εδώ και χιλιετίες συμβολίζει ο ιερός βράχος.

Και ας μην σπεύσετε να μου πείτε ότι το έκαναν για να δώσουν πρόσβαση στα άτομα με κινητικά προβλήματα. Γιατί αυτές τις φθηνές επιχειρηματολογίες δεν τις δέχομαι, όταν ολόγυρα ομορφαίνουν τον τόπο τα εκπληκτικά παβέ του Πικιώνη.

Μα δεν βρέθηκε κανείς να τους σταματήσει; Πού χάθηκε η Εφορία Αρχαιοτήτων, που τόσα χρόνια εμφανίζεται παντού και σταματάει κάθε είδους έργο, μικρό μεγάλο, ιδιωτικό, δημόσιο, γιατί βρέθηκε ένα θραύσμα αμφορέα ή η κάτω πλευρά ενός ταφικού μνημείου; Πού ήταν άραγε οι εκλεκτοί αυτοί φύλακες -φρουροί της κληρονομιάς μας-που ελέγχουν μετ’ επιτάσεως ακόμη και το μπαλκονάκι της αυλής του σπιτιού σου στην Ύδρα, μήπως ξεφύγει κανένας πόντος- όταν η μπετονιέρα ασελγούσε ανάμεσα στις Καρυάτιδες και στον Παρθενώνα;

Θλίψη με πιάνει πια, όταν κάνω με τα πόδια τη διαδρομή από την πλατεία Μαβίλη μέχρι τη Φειδίου. Κάτι τα κλειστά μαγαζιά, κάτι η απίστευτη τσαπατσουλιά και βρωμιά στους δρόμους και στις πλατείες, κινούμαι σε ένα σκηνικό που συνεχώς μου υπενθυμίζει πως είμαστε λαός χωρίς παιδεία, όπως λέει κι ο φίλος μου ο Albert. Πεταμένα ολόγυρα μαρτυρικά του κορωνοϊού -μάσκες, γάντια και υγρά χαρτομάντηλα-, πρόσωπα κρυμμένα πίσω από μάσκες, ποδήλατα και ηλεκτρικά πατίνια πάνω στα πεζοδρόμια, μηχανάκια που περνάνε ξυστά δίπλα σου, για να παρκάρουν ακριβώς μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας, σκύλοι που κάνουν τη βόλτα τους χωρίς λουρί, γιατί τα αφεντικά τους είναι cool και μαμάδες που βγάζουν βόλτα τα παιδιά τους με το λούρι, κι αυτές cool… Kι όταν στρίβω για να προχωρήσω προς το Σύνταγμα, εκείνη τη στιγμή που αντικρύζω το γυάλινο τέρας που καταβρόχθισε το κομψό κτήριο που ήταν κάποτε η Εθνική Πινακοθήκη, τότε πια με πιάνει αυτή η κατάθλιψη, που από τα 20 με έπιανε στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Γυαλί και σίδερο και μία είσοδος σαν τα κεντρικά της Στάζι στο East Berlin. Νοw you are leaving the American sector… Ελάτε να πιείτε τον καφέ σας στην πίσω αυλή και το ποτό σας στην ταράτσα, διαλαλούσε η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. Πλάκα μας κάνετε, κυρία curator μας; Σε ποια πίσω αυλή; Ούτε ο Κουφοντίνας δεν θα ήθελε να προαυλιστεί σε αυτό το ανήλιαγο, θεόκλειστο σημείο της πιο ηλιόλουστης πρωτεύουσας της Ευρώπης… Θέλετε να συνεχίσω; Συνεχίζω. Κατεβαίνω τη Βασιλίσσης Σοφίας και παίρνω μια ανάσα. Χαζεύω τα όμορφα κτήρια, που και που σκοντάφτω και σε καμιά τρύπα ή σπασμένη πλάκα του πεζοδρομίου, αλλά αυτά είναι πταίσματα για εμάς που έχουμε μάθει πως σ’ αυτήν την πόλη κάθε βόλτα είναι και μια ειδική διαδρομή. Χαζεύω τις περίτεχνες εισόδους με τα μάρμαρα και τις βαριές πόρτες, το μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, το Μπενάκειο, τις πρεσβείες, το ίδρυμα Θεοχαράκη, αναπολώ τα parties, ακόμη και τα συνέδρια στη Μεγάλη Βρετάνια και εκεί επάνω στη στροφή του δρόμου και της διάθεσής μου, νιώθω ξανά αυτό το σφίξιμο, αυτό το αίσθημα της ντροπής που με κάνει να σκύβω το κεφάλι… Τον ήθελα πολύ τον περίπατο… Αλλά όχι αυτό το walk of shame… Με τα άθλια γιγάντια κασπό, τα τενεκεδένια παγκάκια (ευτυχώς φάνηκαν χρήσιμα για τους σκεϊτάδες, που τα έχουν μετατρέψει σε πίστα για εντυπωσιακά κόλπα), τις κίτρινες και πράσινες λωρίδες που είναι μονίμως άδειες και έχουν ήδη αρχίσει να μαυρίζουν και τις τσίγκινες στάσεις των λεωφορείων, που μπροστά από το Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία έχουν βγει στη μέση του δρόμου, homeless κι αυτές, μια που λόγω του Περίπατου τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν έχουν πλέον πρόσβαση στο πεζοδρόμιο… Διάβασα για πρώτη φορά, εκεί λίγο μετά τα 25 μου, τη «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» του Νίκου Δήμου. Τον είχα βρει πικρόχολο και αρνητικό. Ήμουν αισιόδοξη τότε και σκέφτηκα πως εμείς, η δική μας η γενιά, θα κάνουμε τη διαφορά. Δεν την κάναμε. Για την ακρίβεια δεν κάναμε τίποτα. Ούτε μια τόση δα μικρούλα επανάσταση… Και τώρα, 25 χρόνια μετά, οφείλω μια συγγνώμη στον κ. Δήμου. Συμπορεύομαι με αυτή τη δυστυχία. Μόνο που νιώθω και ντροπή μαζί. Γιατί, ωραία τα λόγια του άλλου Νίκου, του Καζαντζάκη, αλλά όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ μόνη μου να σώσω τον κόσμο…